Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα xiotika. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα xiotika. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 5 Ιουλίου 2013

Αλλο τόνα, άλλο τάλλο.

Μιά Χιώτισα ήθελε να πάη στο χωριό με ένα ταξί που
 χωρούσε έξι ανθρώπους.
Βρίσκει άλλους πέντε καί πάει στον ταξιτζή.
Πάς μας δυό κι άλλους δυό κι άλλον ένανε καί μένα;
Όχι.Καί γιάντα;
Γιατ'είστεν πολλοί.
Έ τότε, πάς μας έξι;
Έ άμαν είναι έξι, ελάτενε!

Αφορισμός.

 Η Μαριγώ η βορειοχωρούσαινα πήγε στον παπά του χωριού καί του είπε πως της κλέψανε
 την τσάπα της.
Τον παρακάλεσε μάλιστα να καταραστή τον κλέφτη.
Σαν ήρθε η Κυριακή, βγαίνει ο παπάς στην ωραία πύλη και δείχνοντας πρώτα τον Χριστό
 και μετά την Παναγιά λέει στο εκκλησίασμα:
Όποιος ήκλεψεν της Μαριγώς την τσάπαν, κι έν της τη δίνει, νάχη την κατάραν ετουνού κι ετουτηνής!

Γιά να μη βλαστημούν.

 Σ'ένα χωριό του νησιού το κοινοτικό συμβούλιο πήρε την απόφαση να πάψουνε
 να βλαστημούν οι συνχωριανοί,γιατί το είχαν παρακάνει.
Δώσανε λοιπόν την εντολή στο ντελάλη να το φωνάξη στην πλατεία του χωριού.
Κι αυτός το ντελάλισε έτσι δά;
Βρέ διαβόλου γιοί, όποιοι βλαστημάτενε, νας σας πάρη ο διάβολος τον πατέρα και την
 μάνα και όλο σας το σόι!

Δε βιαζότανε να μαζεύη.

 Είπανε σ'ένα Χιώτη.
Να πας στην Πόλη, να δης λεφτά.
Τα μαζεύεις με τη σκούπα.
Τόσα πολλά είναι.
Πάει ο Χιώτης στην Πόλη.
Εκεί που περπατούσε βλέπει μιά λίρα.
Σηκώνει το ποδάρι του και της δίνει μιά κλωτσιά.
Άντε φεύγ'από δώ. Είντα;
Από τώρα ά μαζεύγω;

Δε θυμόταν.

 Ένα Χιώτη σρατιώτη τον ρωτήσανε:
Πότε γεννήθηκες;
Κι αυτός απάντησε:
Θυμούμαι γώ, που ήμου μωρό!

Δεν τις έτρωγε.

Ένας Χιώτης έλεγε ότι δεν έτρωγε τις μπάμιες.
Κάποτε λοιπόν βρέθηκε σε ένα τραπέζι, που είχαν μπάμιες.
Ο Χιώτης έφαγε με όρεξη το φαγητό.
Τότε τον ρώτησαν: Καλά εσύ δεν έλεγες
 πως δεν τις τρώς τις μπάμιες;
Πως τις έφαγες σήμερα;
Κι αυτός λέει με απορία:
Αχου; Μπάμιες ήτανε;

Δωροδοκία.

Καταφεύγουν στό δικαστήριο δύο γυναίκες
 γιά μιά διαφορά.Τη δίκη όμως την κέρδισε
 αυτή που είχε άδικο.
Βγαίνοντας από το δικαστήριο, κάποιος τη ρώτησε:
Πως έγινε καί κέρδισες τη δίκη;
Κι έκείνη απάντησε:
Η χρυσολαμπούσα χέρα (χέρι γεμάτο λίρες) ηθάμπωσεν
 τόν ήλιον της δικαιοσύνης!

Χιώτης Καπετάνιος και οι ελιές.

 Μπαίνει ο τσιγκούνης Χιώτης Καπετάνιος στην
 τραπεζαρία του πλοίου και λέει:
Μιά ελιά δυό μπουκιές, βρε έτσι τρώνε.
Ένας μάγκας πειραιώτης επαναλαμβάνη:
Δεν ακούτε τι λέει ρε ο καπετάνιος:
Μιά μπουκιά δυό ελιές.
Αρχισαν το λοιπό όλοι κι έτρωγαν δυό δυό της ελιές.
Και τρομοκρατημένος ο Καπετάνιος φωνάζει:
Σαν κι πρώτα, σαν κι πρώτα!

Δεν έκανε.

 Ένας Χιώτης ναυτικός, που ήτανε λοστρόμος στού
 Μαργαρώνη το καράβι, προξενεύτηκε για γαμπρός σε μιά Καρδαμυλίτικη οικογένεια.
Είπε όμως ψέμματα πως είναι καπετάνιος.
Η πεθερά πού έμαθε την αλήθεια του λέει:
Όμορφος είστενε, καί στού Μαργαρώνη λοστρόμος είστενε,
καί γιά μας έν είστενε καί γι'αλλού είστενε!

Ένας αστείος παπάς.

 Ο παπάς διάβαζε το ευαγγέλιο της γενεαλόγιας κι ένας μικρός από πλάι του έφεγγε.
Αβραάμ εγέννησε Ισαάκ, Ισαάκ εγέννησε Ιακώβ.
Όταν τέλειωσε η σελίδα καί άκριβώς στό σημείο  εκείνο που λέει πως ο Αμιναδά εγέννησε τον .,
λέει ο παπάς στο μικρό γυρνώντας καί το φύλλο:
Γιά φέξε μου, βρέ, να δούμεν ποιόν εγέννησε πάλιν τούτος ο διάβολος!

Έξυπνος καλόγερος.

 Ένας Χιώτης καλόγερος έκρυψε χρήματα κάτω από ένα βράχο.
Για να μην τα πάρη όμως κανένας έγραψε από πάνω:
Ίδε ο τόπος όπου έθηκαν τον Κύριον.
Κι ένας άλλος καλόγερος, που τον είδε, πήγε κρυφά,
πήρε τα χρήματα κι έγραψε από πάνω:
Ούκ έστιν ώδε αλλ' έγέγειρται.

Εξυπνάδες.

 Μια Χιωτοπούλα λέει στη φίλη της:
Μωρή Μαρία, πότε παντρεύγεσαι;
Την Τσυριατσή. (Κυριακή) Αμέ σύ;
Τσαί γώ την Τσυριατσή.
Ε θάρτης, λοιπό στο γάμο μου; Όχι. Αμ΄εσύ;
Αφού έν έρχεσαι εσύ, έν έρχομαι τσ'εγώ

Ευγένια του Χιώτη κυνηγού.

 Ένας Χιώτης κυνηγός είδε έναν ατόμαχο στην κορυφή ενος δένδρου.
Του τραβά μιά τουφεκιά.
Δεν τον πετυχαίνει.
Του τραβά δεύτερη.Το ίδιο.
Του τραβά τρίτη. Πάλι το ίδιο.
Βγάζει κι ο Χιώτης ευγενέστατα το καπέλο του και λέει στο ατόμαχο: Χαίρετε, κύριε.
Αφού έ φεύγετεν εσείς φεύγω το λοιπόν εγώ!

Ευχές στον νιόγαμπρο.

 Ο νεάρος Χιώτης τηλεγραφή στον πατέρα του:
Αραβωνιάστηκα. Προίκα δέκα χιλιάδες.
Αναμένω ευχές σου.
Ο πατέρας τότε ρωτά τηλεγραφικά:
Δέκα χιλιάδες φράγκα η λίρες;
Ο γιός απαντά: Λίρες.
Κι ο πατέρας ξανατηλεγραφή:
Να ζήσετε και να ευτυχήσετε.

Η αλήθεια.

 Η Λεμονιά ήτανε σαράντα χρονώ.
Κι έβγαλε χαρτί πώς είναι είναι εικοσιπέντε.
Σαν τόδε ο αδελφός της ο μικρότερος, της είπε:
Είντα λες μωρή Λεμονιά;
Αν είσαι συ εικοσιπέντε χρονώ τότες εγώ έν εγεννήθηκα ακόμη!

Ακριβός ο Γιατρός.

 Ένας Χιώτης πηγαίνει το γιό του στο γιατρό.
Γιατρέ, γιά δέ είντα χει ετούτος κι εν μπορεί να πάρη την ανάσαν του;
Ο γιατρός εξετάζει τον άρρωστο και λέει:
Έχει πετσάκια στη μύτην του.
Κι είντα α του κάμωμεν για να γίνη καλά
 Α του τα κόψωμεν. Και πόσον κοστίζει;
Ε καμιά δεκαριά λίρες.Είντα λες μωρέ, δέκα λίρες.
Κι έν τού νοίγω μιάν τρύπα στην κεφαλήν να παίρνη αγέραν παρά να σου δώκω δέκα λίρες!

Ήρωες.

 Ένας βρονταδούσης διηγιέται:
Ημαστένε σαράντα Χιώτες. Καί βλέπομεν κι ήρκουνταν εννιά Τούρκοι.
Τους ρίχνομένε μιάν μπαταριά καί μένομεν εγώ κι ο αδελφός μου.
Μου λε ο αδελφός μου: Βρέ κρίμα έν είν'οι αθρώποι;
Κί είντα μας κάμανε καί θέμε, να τους σκοτώσωμε;
Καί του λέω γώ: Σωστά λες. Ας φύωμε να μην τόβρωμεν απ' το Θεό.

Θα τάτρωγε η μάνα του.

 Ένας Χιώτης, πουλούσε άχερα κάθε μέρα καί με
 τα χρήματα που έπαιρνε αγόραζε γάλα για την μάνα του.
Μια Χιωτοπούλα γνωστή του τον παρακαλά
 να της δώση πολύ λίγα άχερα για να φτιάξη φωλιά
 γιά τις κότες της. Κι αυτός της απαντά:
Α 'σούδινα, μά τά τρώ η μάνα μου!

Θα τον έδερνε.

 Ένα χιωτόπουλο ανέβηκε ψηλά σ' ένα δέντρο.
Κι ο πάτερας του από κάτω του φωνάζει:
Κατέβα βρέ κάτω, γιατί άν πέσης καί σκοτωθής, ά σε δείρω!

θεραπεία.

 Το 1922 το Νοσοκομείο του νησιού γέμισε τραυματίες.
Ένας Καρπενησιώτης τραυματίας παραπονιέται στο γιατρό και λέει:
Γιατρέ μου, κάθε πρωί, που ξυπνώ, μούρχονται ζαλάδες,
πονοκέφαλοι και κομμάρες.
Πόσην ώρα βαστά αυτή η ταραχή; ρωτά ο Χιώτης γιατρός.
Μα ως μισή ωρα.
Ε, να ξυπνάς λοιπό μισή ώρα πιο αργά.